καθρέφτισμα

καθρέφτισμα
το [καθρεφτίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθρεφτίζω, ο κατοπτρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθρέφτισμα — το η αντανάκλαση εικόνας σαν σε καθρέφτη: Το καθρέφτισμα του φεγγαριού στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισοπτρισμός — εἰσοπτρισμός, ο (Α) η ανάκλαση σε κάτοπτρο, το καθρέφτισμα …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτισμός — ο [καθρεφτίζω] το καθρέφτισμα …   Dictionary of Greek

  • κατοπτρισμός — ο η απεικόνιση σε κάτοπτρο, το καθρέφτισμα …   Dictionary of Greek

  • Μπριούσοφ, Βαλέρι Γιακόβλεβιτς — (Μόσχα 1873 – 1924). Ρώσος ποιητής. Ύστερα από φιλολογικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, δημοσίευσε νεότατος τα πρώτα του ποιήματα: Γιουβενάλια (1894) και τη συλλογή Ρώσοι συμβολιστές (1894), που τον επέβαλαν ως έναν από τους θεμελιωτές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”